- ανακαράς
- οβλ. ανάκαρο (ΙΙ) και ανάκαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ξένη λ. Συνδέεται προς το αραβ. nakur «σάλπιγγα του αρχαγγέλου Σεραφείμ», το τουρκ. nakkare «είδος τύμπανου», το ιταλ. nacchera «καστανιέτα». Το α- τού τ. ανακαράς δεν είναι προθετικό, αλλά μάλλον τέθηκε κατά παρετυμολογία προς την πρόθεση ανά. Πρβλ. ουδ. ανάκαρο(ν), πληθ. ανάκαρα*].
Dictionary of Greek. 2013.