ανακαράς

ανακαράς
ο
βλ. ανάκαρο (ΙΙ) και ανάκαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ξένη λ. Συνδέεται προς το αραβ. nakur «σάλπιγγα του αρχαγγέλου Σεραφείμ», το τουρκ. nakkare «είδος τύμπανου», το ιταλ. nacchera «καστανιέτα». Το α- τού τ. ανακαράς δεν είναι προθετικό, αλλά μάλλον τέθηκε κατά παρετυμολογία προς την πρόθεση ανά. Πρβλ. ουδ. ανάκαρο(ν), πληθ. ανάκαρα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάκαρο — (I) το και ανάκαρα, η 1. σωματική δύναμη, αντοχή, κουράγιο 2. καλή ψυχική διάθεση, όρεξη 3. ησυχία, ευκαιρία 4. θάρρος, τόλμη, αντρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. ανάκαρο, το < ανάκαρα, η < ανακαρώνω αναλογικά προς το κάρα < καρώνω κατά το σχήμα πείνα… …   Dictionary of Greek

  • νάκαρο — (I) και νιάκαρο, το, και νιάκαρη, η και νιακαράς, ο κρουστό ή πνευστό μουσικό όργανο, το τύμπανο ή η σάλπιγγα, το ανάκαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότατο ιταλ. naccaro με επίδραση τού βεν. gnacara (< αραβ. nakkare, πρβλ. και τουρκ. nakkare), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”